κροκόμαγμα

κροκόμαγμα
κροκό-μαγμα, ατος, τό,
A residuum after the saffron-unguent has been expressed, Dsc.1.27, Asclep. ap. Gal.13.210, PMasp.141 ii a 23 (vi A. D.).
2 a compound drug, Damocr. ap. Gal.14.133, Paul. Aeg.7.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κροκόμαγμα — κροκόμαγμα, το (AM) είδος σύνθετου φαρμάκου αρχ. απόσταγμα κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μάγμα «αλοιφή» (< μάσσω «ζυμώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κροκόμαγμα — residuum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκομάγματι — κροκόμαγμα residuum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκομάγματος — κροκόμαγμα residuum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”